An old castle with a Greek flag on the island of Kastellorizo
An old castle with a Greek flag on the island of Kastellorizo, with the coast of Turkey visible far in the background. The small island is critical to both countries's energy claims in the Eastern Mediterranean. 8 September 2020 Mehdi Chebil / Hans Lucas via AFP
Report / Europe & Central Asia 20+ minutes

Τουρκία-Ελλάδα: Από την Πολιτική Ναυτικών Εντάσεων στο Διάλογο

Στα μέσα του 2020, Τουρκία και Ελλάδα έθεσαν τους Μεσογειακούς του στόλους σε υψηλή ετοιμότητα, ανεβάζοντας δραματικά τις εντάσεις στη μακροχρόνια αντιπαράθεσή τους για εναέριο χώρο, ύδατα, βραχονησίδες και πλέον υποθαλάσσια κοιτάσματα φυσικού αερίου. Οι συνομιλίες έχουν υπάρξει κουραστικές αλλά παραμένουν ο καλύτερος τρόπος να περιοριστεί ο κίνδυνος σύγκρουσης.

  • Share
  • Αποθήκευση
  • Εκτύπωση
  • Download PDF Full Report

Τι νέο υπάρχει; Η Τουρκία και η Ελλάδα έχουν επιστρέψει στις συνομιλίες, αφού η διαμάχη τους στα μέσα του 2020 σχετικά με την κυριαρχία στην Ανατολική Μεσόγειο, είχε οδηγήσει στην πλέον μακρά περίοδο στρατιωτικής έντασης από τη δεκαετία του 1970. Οι συζητήσεις θα μπορούσαν να βοηθήσουν τα εμπλεκόμενα μέρη να αποκλιμακώσουν την ένταση και να μετακινηθούν από την πολιτική εντάσεων στο διάλογο. 

Γιατί συνέβη; Οι εντάσεις ξέσπασαν το 2019-2020, όταν η Άγκυρα – σε μια προσπάθεια να έχει λόγο στην περιφερειακή ενεργειακή σκακιέρα – απέστειλε σεισμογραφικά πλοία σε διαφιλονικούμενα με την Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία ύδατα, παρενέβη στον εμφύλιο πόλεμο της Λιβύης και υπέγραψε με την Τρίπολη συμφωνία οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών. Οι αντίπαλοι της Τουρκίας ευθυγραμμίζονται ολοένα και περισσότερο με την Ελλάδα στη διαμάχη επί των κυριαρχικών αξιώσεων.

Γιατί είναι σημαντικό;  Εάν οι συνομιλίες καταρρεύσουν ξανά, η Αθήνα και η Άγκυρα θα μπορούσαν να βρεθούν εγκλωβισμένες σε ένα πιο πιεστικό και επικίνδυνο αδιέξοδο από πριν. Όσο περισσότεροι εξοπλισμοί αναπτύσσονται στις θάλασσες, όσο μεγαλύτερο διαφαίνεται το διακύβευμα από ανακαλύψεις φυσικού αερίου και όσο περισσότεροι παράγοντες εμπλέκονται στην περιοχή, τόσο ενισχύεται η αποσταθεροποίηση.

Τι πρέπει να γίνει; Για να διατηρηθούν οι συνομιλίες σε καλό δρόμο, η Ελλάδα και η Τουρκία θα πρέπει να απέχουν από προκλήσεις, μεταξύ άλλων και όσων αφορούν την Κύπρο. Πρέπει επίσης να τηρούν τις στρατιωτικές συμφωνίες που αποσκοπούν στη διαφάνεια και την οικοδόμηση εμπιστοσύνης. Οι Βρυξέλλες και η Ουάσινγκτον πρέπει να εργαστούν για την άρση των αποκλεισμών της Άγκυρας από τα περιφερειακά φόρα και να επανεξετάσουν την υποστήριξή τους στην κατασκευή ενός υποθαλάσσιου αγωγού.

Σύνοψη

Τον Ιούλιο-Αύγουστο του 2020 τουρκικά και ελληνικά πολεμικά πλοία, σε επίπεδα υψηλής επιφυλακής, βρέθηκαν αντιμέτωπα στην Ανατολική Μεσόγειο στην πιο παρατεταμένη περίοδο στρατιωτικής έντασης κατά τις δεκαετίες που διαρκεί η διαφωνία των δύο χωρών στο ζήτημα των κυριαρχικών δικαιωμάτων στις θαλάσσιες ζώνες. Μετά από ένταση εβδομάδων και με την ταυτόχρονη εμπλοκή τρίτων ναυτικών δυνάμεων, δύο φρεγάτες συγκρούστηκαν, αναδεικνύοντας τον κίνδυνο ένα ατύχημα να εξελιχθεί σε μια σύγκρουση που καμία πλευρά δε θέλει. Οι δύο πλευρές δεν αναδιπλώθηκαν παρά μόνο μετά από κάποιες εβδομάδες και κατόπιν πιέσεων από Ευρωπαίους ηγέτες. Ο κίνδυνος θα διατηρείται όσο Άγκυρα και Αθήνα παραμένουν εγκλωβισμένες σε έναν κύκλο πολιτικής εντάσεων, που τις έχει φέρει στα πρόθυρα σύρραξης τουλάχιστον τέσσερις φορές από τη δεκαετία του 1970. Αυτές οι εντάσεις έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, καθώς η Τουρκία έχει γίνει πιο κατηγορηματική στην προβολή κυριαρχικών αξιώσεων στα ύδατα της Ανατολικής Μεσογείου, ενώ η Ελλάδα έχει γίνει όλο και πιο αποφασιστική στη δημιουργία δεσμών με περιφερειακούς εταίρους για να την ανάσχεσή τους. Τόσο η Άγκυρα όσο και η Αθήνα πρέπει να αποφύγουν τις περαιτέρω προκλήσεις και να επιμείνουν στις διερευνητικές συνομιλίες στις οποίες επέστρεψαν πρόσφατα. Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις και οι ΗΠΑ θα πρέπει να υποστηρίξουν το εγχείρημα, μεταξύ άλλων προσπαθώντας να διαλύσουν την αίσθηση περί κύκλωσης της Τουρκίας.

Μετά από χρόνια άκαρπων συνομιλιών – η Τουρκία και η Ελλάδα δεν μπορούν καν να συμφωνήσουν στο αντικείμενο συζήτησης – η διαφωνία των δύο γειτόνων για τις θαλάσσιες ζώνες έχει μεγαλώσει, όπως και το εύρος των ζητημάτων που τους χωρίζουν. Τα θαλάσσια ζητήματα περιλαμβάνουν διαφορές σχετικά με την οριοθέτηση των αλιευτικών δικαιωμάτων, την εκμετάλλευση των θαλάσσιων πόρων και άλλα. Πέρα από αυτά τα ζητήματα, οι διαφωνίες εκτείνονται από αγώνες κυριαρχίας που ξεκινούν από τα χρόνια της ίδρυσης των δύο κρατών έως τις πρόσφατες πικρές αναταραχές σχετικά με τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών. Και φυσικά η μόνιμη επωδός είναι το άλυτο Κυπριακό. Από το 1964 η ελληνοκυπριακή και η τουρκοκυπριακή κοινότητα του νησιού ζουν χωριστά με την παρεμβολή ειρηνευτικών δυνάμεων του ΟΗΕ. Το 1974 οι Ελληνοκύπριοι με την υποστήριξη της χούντας, που τότε κυβερνούσε στην Αθήνα, διενήργησαν πραξικόπημα με σκοπό να ενωθούν με την Ελλάδα και η Τουρκία εισέβαλε ως απάντηση. Μια δεκαετία αργότερα αυτοανακηρύχθηκε από τους Τουρκοκύπριους ξεχωριστό κράτος στο βόρειο τμήμα του νησιού, που μέχρι σήμερα αναγνωρίζεται μόνο από την Τουρκία.

Όσο οι διαφωνίες συσσωρεύονται και διευρύνονται θεματικά, οι σχέσεις μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας έχουν γίνει πιο ασταθείς λόγω και της γεωπολιτικής. Το ενδιαφέρον των ΗΠΑ για την περιοχή έχει υποχωρήσει και μαζί μ’ αυτό και ο ενεργός σταθεροποιητικός τους ρόλος. Η Ουάσινγκτον, εν μέσω πλήθους άλλων πιεστικών ζητημάτων στις σχέσεις της με την Άγκυρα, είναι ακόμα αβέβαιο αν θα επανέλθει στον προηγούμενο ενεργό της ρόλο. Οι ηγέτες της ΕΕ προσπαθούν να καλύψουν το κενό που άφησαν οι ΗΠΑ, αλλά με μειωμένη δυνατότητα επιρροής απ’ ό,τι παλιά, καθώς οι προοπτικές ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ έχουν συρρικνωθεί. Η συμμετοχή και των δύο χωρών στο ΝΑΤΟ μειώνει τις πιθανότητες σύρραξης, αλλά οι σχέσεις της Τουρκίας εντός της συμμαχίας βρίσκονται σε ιστορικό χαμηλό, εξαιτίας της αγοράς ρωσικών πυραύλων S-400 το 2017, ενώ και η Ελλάδα δεν εμπιστεύεται ότι η ηγεσία του ΝΑΤΟ θα μεσολαβήσει δίκαια.

Πρόσφατα, και ιδιαίτερα μετά τα γεγονότα του 2019, η Άγκυρα έχει απομονωθεί, καθώς η Γαλλία και άλλες χώρες, όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, έχουν συνταχθεί με την Ελλάδα. Οι πρόσφατες προσπάθειές της για αποκατάσταση των σχέσεων με τους περιφερειακούς της αντιπάλους Αίγυπτο και Ισραήλ δεν έχουν ακόμη αποφέρει καρπούς. Εν τω μεταξύ, ο αποκλεισμός της από τις κοινοπραξίες υδρογονανθράκων της δίνει κάθε κίνητρο να παρεμποδίζει σχετικά εγχειρήματα, ενώ οι διπλωματικές νίκες της Αθήνας της δίνουν αντικίνητρο για επιδίωξη συμβιβασμού.

Μέσα στο σκηνικό αυτό, η πρόσφατη επανεκκίνηση των αδρανοποιημένων «διερευνητικών συνομιλιών» σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης των μεταξύ τους ανταγωνιστικών διεκδικήσεων σε βραχονησίδες, θάλασσα και αέρα προσφέρει μια χαραμάδα ευκαιρίας. Βεβαίως, οι συνομιλίες δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν τις διαφωνίες παρά τους 60 και πλέον γύρους συναντήσεων μεταξύ του 2002 και του 2016, οπότε και διακόπηκαν τελευταία φορά. Ούτε και είναι πιθανό να το κάνουν σήμερα που οι επιπλοκές έχουν πολλαπλασιαστεί και γίνει ακόμη πιο μπερδεμένες. Ωστόσο, ο διάλογος είναι καλύτερος τρόπος, για να χτιστεί εμπιστοσύνη και να αναζητηθούν ανοίγματα για περαιτέρω πρόοδο, απ’ ό,τι η ανταλλαγή κατηγοριών, που αποτελούσε σχεδόν καθημερινή ρουτίνα των δύο χωρών στα μέσα του 2020. Όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη πρέπει να επικεντρωθούν στη συνέχιση των συζητήσεων.

Για να πέσει κι άλλο το θερμόμετρο και να βελτιωθούν οι προοπτικές των συνομιλιών, η Άγκυρα και η Αθήνα πρέπει να απομακρυνθούν από τις κόκκινες γραμμές η μία της άλλης και να απέχουν από άλλες προκλητικές δηλώσεις και κινήσεις. Σε μια ατμόσφαιρα όπου η εμπιστοσύνη έχει φτάσει στο ναδίρ, θα πρέπει να εφαρμόσουν μέτρα κοινής λογικής που είχαν συμφωνήσει εδώ και πολύ καιρό, ώστε να σταματήσει η επίδειξη στρατιωτικής ισχύος. Πρέπει επίσης να κάνουν ό,τι μπορούν, ώστε να προωθήσουν τις διαμεσολαβητικές συνομιλίες του ΟΗΕ για μια πολιτική διευθέτηση του Κυπριακού, χωρίς την οποία οι σχέσεις μεταξύ των γειτόνων προφανώς θα παραμείνουν φορτισμένες. Επειδή η αίσθηση του αποκλεισμού και της περικύκλωσης έχει ωθήσει την Άγκυρα σε αύξηση της έντασης, η Ουάσινγκτον και οι Βρυξέλλες πρέπει να αναζητήσουν τρόπους να ξεπεραστούν οι αντιρρήσεις άλλων περιφερειακών παραγόντων για τη συμμετοχή της Τουρκίας σε ομάδες όπως το EastMed Gas Forum. Πρέπει επίσης να επανεξετάσουν την υποστήριξή τους στην κατασκευή αγωγού αερίου που η Άγκυρα θεωρεί ότι απειλεί τα συμφέροντά της· ούτως ή άλλως το σχέδιο αυτό φαίνεται να χάνει δυναμική, καθώς πιθανολογείται ότι δεν είναι τόσο οικονομικά βιώσιμο όσο είχε αρχικά υπολογιστεί.

Αν οι διερευνητικές συνομιλίες καταρρεύσουν και πάλι με αλληλοκατηγορίες, ο κίνδυνος σύγκρουσης μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας θα καταστεί μεγαλύτερος λόγω της ανανεωμένης δυσπιστίας. Η μίνι εξοπλιστική κούρσα που βρίσκεται σε εξέλιξη μεταξύ των δύο τροφοδοτεί τον κίνδυνο ατυχήματος και εσφαλμένου υπολογισμού. Επιπλέον, όσο περισσότερες περιφερειακές δυνάμεις εμπλέκονται, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος κλιμάκωσης, με λιγότερες ευκαιρίες διαμεσολάβησης από ό,τι οποιαδήποτε στιγμή στο πρόσφατο παρελθόν. Οι νέες συνομιλίες μπορούν να βοηθήσουν να αλλάξει το αφήγημα μεταξύ αυτών των δύο αποξενωμένων γειτόνων και να δώσουν πίστωση χρόνου στους ίδιους και τους συμμάχους τους, για να σχεδιάσουν μια πορεία εξόδου από την κρίση που επιβαρύνει την περιοχή επί μακρόν. Πρόκειται για μια ευκαιρία την οποία θα πρέπει να κάνουν ό,τι μπορούν για να αδράξουν.

 Άγκυρα/Αθήνα/Ουάσινγκτον/Βρυξέλλες, 31 Μαΐου 2021

Subscribe to Crisis Group’s Email Updates

Receive the best source of conflict analysis right in your inbox.