Κύπρος: Προς Γεφύρωση του Χάσματος στο Ιδιοκτησιακό
Κύπρος: Προς Γεφύρωση του Χάσματος στο Ιδιοκτησιακό
Table of Contents
  1. ΣΥΝΟΨΗ
Report / Europe & Central Asia 4 minutes

Κύπρος: Προς Γεφύρωση του Χάσματος στο Ιδιοκτησιακό

  • Share
  • Αποθήκευση
  • Εκτύπωση
  • Download PDF Full Report

ΣΥΝΟΨΗ

Το ιδιοκτησιακό ζήτημα αποτελεί ένα από τα πλέον περίπλοκα ζητήματα για την επίλυση του Κυπριακού, ενώ η απουσία μιας λύσης καθιστά επισφαλή τη σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο. Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι διατηρούν την ιδιοκτησία δεκάδων χιλιάδων κτηρίων και αγροτεμαχίων τα οποία βρίσκονται σε περιοχές ελέγχου της άλλης πλευράς. Ένα πειστικό σχέδιο για τη διευθέτηση των αντικρουόμενων αξιώσεων θα παρείχε σημαντική υποστήριξη στις προσπάθειες για την επανένωση του νησιού και θα αποτελούσε πειστήριο ενώπιον των εταίρων στο εξωτερικό της θέλησης των Κυπρίων για την επίτευξη ενός συμβιβασμού, παρ’όλο που οι εκλογές του 2011 αποτελούν στην ουσία μια διορία για τις τρέχουσες διαπραγματεύσεις. Καθώς, όμως, οι Κύπριοι πολιτικοί και η Τουρκία αδυνατούν να έλθουν σε συμφωνία, το ιδιοκτησιακό ζήτημα ολοένα και περισσότερο προσεγγίζεται εξατομικευμένα και μέσω της δικαστικής οδού –μια διαδικασία, η οποία σε σύγκριση με μια συνολική διευθέτηση, θα αποβεί περισσότερο δαπανηρή, αργή και αναποτελεσματική για το σύνολο των εμπλεκόμενων. Σε περίπτωση απουσίας μιας συνολικής συμφωνίας, βαριές δικαστικές και διοικητικές κυρώσεις, καθώς επίσης και μεμονωμένες ενέργειες Κυπρίων πολιτών θα σημαίνουν πως το ιδιοκτησιακό ζήτημα δε θα μπορεί πλέον να αγνοηθεί ή να αποφευχθεί. Η ανάγκη για νέες ιδέες είναι επιτακτική.

Με την πάροδο του χρόνου μετά τα γεγονότα που οδήγησαν σε μαζικές εκτοπίσεις πληθυσμού –πριν από 47 χρόνια σε ορισμένες περιπτώσεις- πολλές ιδιοκτησίες έχουν παραχωρηθεί από τις τοπικές αρχές σε νέα πρόσωπα, έχουν πουληθεί, καταστραφεί ή αναπτυχθεί σημαντικά. Οι δύο κοινότητες έχουν διαχωριστεί και εγκαθιδρύσει νέες κοινωνικο-οικονομικές δομές στις περιοχές ελέγχου τους αντίστοιχα, έχοντας ζήσει με κλειστά τα σύνορά τους για σχεδόν τρεις δεκαετίες και έχοντας έρθει σε επιφανειακή μόνο επαφή από τη διάνοιξη των συνόρων το 2003. Έχουν, επίσης, υιοθετήσει αντικρουόμενες προσεγγίσεις σε ό,τι αφορά το ιδιοκτησιακό ζήτημα, με τους Ελληνοκύπριους να δίνουν έμφαση στην επιστροφή των ιδιοκτησιών και τους Τουρκοκύπριους στην ανταλλαγή –μια διάσταση η οποία αντικατοπτρίζεται και σε σειρά τοπικών νομοθετημάτων. Υπάρχουν, επίσης, διαφωνίες σχετικά με το μέγεθος και την αξία των περιουσιών που διαθέτει η κάθε κοινότητα σε αμφότερες τις πλευρές του νησιού.

Στα πλαίσια των συνομιλιών για την επίτευξη μιας διευθέτησης έχουν καταβληθεί προσπάθειες για την επίλυση του ζητήματος των περιουσιών, το οποίο άπτεται των ατομικών και συλλογικών ανθρώπινων δικαιωμάτων των 210.000 εκτοπισμένων και των κληρονόμων τους, ποσοστό το οποίο ανέρχεται στο ένα πέμπτο του πληθυσμού του νησιού και την πλειοψηφία του οποίου αποτελούν Ελληνοκύπριοι. Οι προσπάθειες του Γενικού Γραμματέα του Ο.Η.Ε. Κόφι Ανάν κατά το διάστημα 2002-2004 στόχευσαν σε μια συνολική λύση. Αυτές οι προσπάθειες, όμως, απέτυχαν, καθώς επίσης και οι γενικότερες συνομιλίες, αφήνοντας πίσω τους περισσότερα ανοιχτά ζητήματα παρά λύσεις. Ενώ υφίσταται μια γενικότερη συμφωνία για τη δημιουργία μιας διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας στην Κύπρο, οι δύο κοινότητες υιοθετούν εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις σχετικά με το πώς η διζωνικότητα θα επηρεάσει το δικαίωμα της επιστροφής των εκτοπισμένων. Οι Ελληνοκύπριοι υπογραμμίζουν το δικαίωμα των εκτοπισμένων να επιστρέψουν και να απολαύσουν τις περιουσίες τους όπως αυτό κατοχυρώνεται από το διεθνές δίκαιο. Οι Τουρκοκύπριοι τονίζουν ότι θα πρέπει να συνεχίσουν να αποτελούν την πλειοψηφία εντός της ζώνης ελέγχου τους, γεγονός που επηρεάζει τον αριθμό Ελληνοκυπρίων που τελικά θα ανακτήσουν τις περιουσίες τους. Στην πραγματικότητα, λιγότερο από το ένα τέταρτο των Ελληνοκυπρίων ή Τουρκοκυπρίων δηλώνουν πως είναι βέβαιο ή πιθανό να επιστρέψουν στα παλιά σπίτια τους σε περίπτωση που αυτά υπαχθούν στην περιοχή ελέγχου του άλλου συστατικού κράτους.

Με την απουσία μιας πολιτικής διευθέτησης, ολοένα και περισσότεροι Κύπριοι καταφεύγουν σε δαπανηρές και αργές δικαστικές λύσεις. Διεθνή δικαστήρια έχουν καταστήσει την Τουρκία υπόλογη για παρεμπόδιση των Ελληνοκυπρίων να αποκτήσουν πρόσβαση στις περιουσίες τους στο βορρά και της έχουν επιβάλλει χρηματικές κυρώσεις. Παρ’όλα αυτά, τα δικαστήρια αναγνωρίζουν πως όσοι έχουν κάνει χρήση των περιουσιών επί μακρόν έχουν επίσης δικαιώματα και πως οι ιδιοκτήτες θα πρέπει να είναι σε θέση να δεχτούν ανταλλαγή των περιουσιών σε εθελοντική βάση. Ιδιαίτερα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) έχει ενθαρρύνει τους Κυπρίους να βασιστούν στα εγχώρια διορθωτικά μέτρα, όπως η Τουρκοκυπριακή Επιτροπή Ακίνητης Περιουσίας, στην οποία αρκετές εκατοντάδες εκτοπισμένων Ελληνοκυπρίων έχουν ήδη υποβάλει αιτήσεις.

Σε αυτό τον κύκλο των συνομιλιών για την επανένωση του νησιού, ο οποίος ξεκίνησε το Σεπτέμβριο του 2008, οι δύο ηγέτες έχουν συμφωνήσει επί της αρχής για τη διευθέτηση του ιδοκτησιακού ζητήματος μέσω ενός συνδυασμού αποκατάστασης, ανταλλαγής και αποζημιώσεων. Ενδεχόμενος συμβιβασμός θα πρέπει να εξισορροπεί τα δικαιώματα των εκτοπισμένων Ελληνοκυπρίων με αυτά των εκτοπισμένων Τουρκοκυπρίων, και θα πρέπει να λάβει υπ’όψη τις ανάγκες των Τούρκων εποίκων που θα παραμείνουν στο νησί, ο ακριβής αριθμός των οποίων θα προσδιορισθεί με αμοιβαία συμφωνία. Ο εποικισμός αυτός στην Κύπρο αντιβαίνει στο πνεύμα της 4ης Συνθήκης της Γενεύης, όμως τα παιδιά των εποίκων μπορεί να έχουν πλέον γεννηθεί και ζήσει όλη τους τη ζωή στο νησί.

Οι αποτυχίες των προηγούμενων τριών δεκαετιών αποδεικνύουν ότι καμία πλευρά δεν έχει πιθανότητες να επιτύχει την ιδεατή γι’αυτήν λύση, ενώ υπάρχει ανάγκη για ευελιξία. Οι Τουρκοκύπριοι θα πρέπει να αναγνωρίσουν ότι, παρ’όλο που επιθυμούν να διατηρήσουν την πλειοψηφία στο δικό τους συστατικό κράτος, μεταξύ δύο τρίτων και τριών τετάρτων των ιδιοκτησιών στην περιοχή ελέγχου τους ανήκαν σε Ελληνοκύπριους το 1974, οπότε και η διχοτόμηση του νησιού έλαβε χώρα. Θα πρέπει να κατανοήσουν ότι στην ελληνοκυπριακή ρητορεία προσδίδεταιι ιδιαίτερη σημασία στο δικαίωμα της επιστροφής. Οι Τούρκοι και οι Τουρκοκύπριοι ηγέτες θα πρέπει να υπενθυμίσουν στους λαούς τους ότι η διχοτόμηση του νησιού στερείται νομικής βάσης.

Οι πολιτικοί κύκλοι στην Άγκυρα, ιδιαιτέρως, θα πρέπει να καταβάλλουν εκ νέου προσπάθειες και να προχωρήσουν με συνέπεια, ούτως ώστε να διαβεβαιώσουν τους Ελληνοκύπριους για την προσήλωσή τους στην αναζήτηση μιας λύσης, συμπεριλαμβανομένης και της επιστροφής των περιουσιών. Για την Άγκυρα ιδίως, η επ’άπειρον κατοχή θα συνεπαγόταν υψηλότερο κόστος, και σε ό,τι αφορά ενδεχόμενες δικαστικές αποφάσεις και σε ό,τι αφορά την ενταξιακή πορεία της στην Ε.Ε. Οι Ελληνοκύπριοι, από την άλλη, θα πρέπει να λάβουν σοβαρά υπ’όψη τους τις αποφάσεις διεθνών δικαστηρίων, οι οποίες κλονίζουν την πεποίθησή τους ότι τα δικαιώματα των αρχικών ιδιοκτητών και των κληρονόμων τους υπερισχύουν όλων των υπόλοιπων παραγόντων. Ενδεχόμενη συμβιβαστική λύση θα πρέπει να αντανακλά την αντίληψη πως δε θα μπορούν αυτομάτως όλοι οι Ελληνοκύπριοι να επιστρέψουν στις παλιές τους περιουσίες στα πλαίσια μιας διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας.

Λευκωσία/ Κωνσταντινούπολη/ Βρυξέλλες, 9 Δεκεμβρίου 2010

Subscribe to Crisis Group’s Email Updates

Receive the best source of conflict analysis right in your inbox.