H.E. Mr. Ersin Tatar and H.E. Mr. Nikos Christodoulides, met for the first time under the auspices of the Special Representative and Deputy Special Adviser of the UN Secretary-General on Cyprus, Mr. Colin Stewart, on 23 February in Nicosia, Cyprus. lakovos Hatzistavrou / Pool via REUTERS
Report / Europe & Central Asia 20+ minutes

Ένα νησί διαιρεμένο: Κύπρος: Τα επόμενα βήματα για την προβληματική Κύπρο

Οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι απομακρύνθηκαν ακόμα περισσότερο μετά την αποτυχημένη Σύνοδο του 2017, με αποτέλεσμα να παρεμποδιστεί η συνεργασία σε πολλά σημαντικά ζητήματα και να αυξηθούν οι εντάσεις στην ανατολική Μεσόγειο. Οι ελπίδες για την επανένωση της Κύπρου είναι ελάχιστες προς το παρόν, αλλά οι δύο πλευρές μπορούν να συνεχίσουν να εργάζονται για την επίτευξη πιο μετριοπαθών στόχων.

  • Share
  • Αποθήκευση
  • Εκτύπωση
  • Download PDF Full Report

Τι νέο υπάρχει; Οι σχέσεις μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων έχουν υποχωρήσει από το 2017, όταν οι διαπραγματεύσεις υπό την αιγίδα του ΟΗΕ για την επανένωση της Κύπρου με το καθεστώς μιας διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας κατέρρευσαν. Οι προοπτικές για ανανέωση των συνομιλιών, πόσο δε μάλλον για τη διευθέτηση του προβλήματος, έχουν υποχωρήσει περαιτέρω εν μέσω μιας ολοένα και πιο περίπλοκης γεωπολιτικής κατάστασης.

Γιατί έχει σημασία; Οι διαφορές κυριαρχίας μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων αφήνουν τους τελευταίους απομονωμένους στο βόρειο τμήμα του νησιού, εμποδίζουν την ανάπτυξη (συμπεριλαμβανομένων των υπεράκτιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων), εμποδίζουν τις προσπάθειες για την αντιμετώπιση ζητημάτων αμοιβαίου ενδιαφέροντος και εντείνουν έτι περισσότερο τις προστριβές σε μια όλο και πιο στρατιωτικοποιημένη περιοχή.

Τι πρέπει να γίνει; Ενώ στο εγγύς μέλλον οι συνομιλίες για την επανένωση δεν ευρίσκονται στο προσκήνιο, τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης μπορούν να συμβάλουν στην αποκλιμάκωση των εντάσεων και να δημιουργήσουν αμοιβαία οφέλη. Μετά τις επικείμενες εκλογές στην Ελλάδα και την Τουρκία, τα μέρη θα πρέπει – με την υποστήριξη της ΕΕ και άλλων φορέων – να εργαστούν για τη δημιουργία ρυθμίσεων, οι οποίες θα μπορέσουν να βελτιώσουν το εμπόριο, τα ταξίδια, την περιβαλλοντική και άλλη συνεργασία.

Συνοπτική παρουσίαση

Οι προοπτικές για την επανένωση της Κύπρου έχουν μειωθεί δραματικά τα τελευταία έξι χρόνια. Έπειτα από πέντε δεκαετίες ανεπιτυχών διαπραγματεύσεων, η αποτυχημένη σύνοδος κορυφής του 2017 διέλυσε την καλύτερη ελπίδα των τελευταίων ετών για μια συμφωνία μεταξύ των Ελληνοκυπρίων, οι οποίοι ελέγχουν τη διεθνώς αναγνωρισμένη Κυπριακή Δημοκρατία (ΚΔ), και των Τουρκοκυπρίων, οι οποίοι έχουν μια de facto κρατική οντότητα στο βόρειο τμήμα του νησιού. Καθώς η ανατολική Μεσόγειος έχει γίνει πιο στρατιωτικοποιημένη και επιβαρυμένη γεωπολιτικά, τα δύο κύρια στρατόπεδα της Κύπρου απομακρύνθηκαν ακόμα περισσότερο. Η ΚΔ βλέπει τον βορρά να ευρίσκεται όλο και περισσότερο υπό τον έλεγχο της Άγκυρας, ενώ ο βορράς θεωρεί τους ομολόγους του πολύ εφησυχασμένους για να διαπραγματευτούν σοβαρά. Και οι δύο έχουν δίκιο. Στο μεταξύ αυτή η διαίρεση περιπλέκει τα πάντα: από την εκμετάλλευση του πλούτου των υδρογονανθράκων του νησιού μέχρι την προστασία του περιβάλλοντος. Όμως ακόμη και αν η βραχυπρόθεσμη επανένωση δεν είναι ρεαλιστική, τα μέρη είναι σε θέση να μειώσουν τις τριβές με το να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων θέτοντας προς συζήτηση πιο μετριοπαθείς στόχους: π.χ. να απαγκιστρώσουν το εμπόριο, να βελτιώσουν την μεταξύ τους συνεργασία και να κάνουν μικρά βήματα προς την κατεύθυνση της συμφιλίωσης. 

Η Κύπρος είναι διαιρεμένη εδώ και δεκαετίες. Ιδρυθείσα το 1960 με μια κυβέρνηση, η οποία είχε σχεδιασθεί ώστε να δίνει φωνή τόσο στην Ελληνική όσο και στην Τουρκική Κοινότητα, η πολιτεία της εξελίχθηκε το 1963 σε εθνοτική βία, η οποία οδήγησε στον μαζικό εκτοπισμό των Τουρκοκυπρίων και στην απόσυρση της αναγνώρισης της ΚΔ από την Τουρκία. Το 1974 τα τουρκικά στρατεύματα απάντησαν σε ένα πραξικόπημα που υποστηρίχθηκε από την τότε κυβερνώσα χούντα της Ελλάδας, αποσπώντας περίπου το ένα τρίτο του νησιού ως ζώνη για τους Τουρκοκύπριους. Η ζώνη αυτή ανακήρυξε την ανεξαρτησία της το 1983, όμως μέχρι σήμερα η Τουρκία είναι η μόνη χώρα στον κόσμο που την αναγνωρίζει. Όταν στο δημοψήφισμα του 2004 η επανένωση καταψηφίστηκε από το 75% των Ελληνοκυπρίων, η ΕΕ χορήγησε το καθεστώς μέλους στην ΚΔ. Σε αυτό το διάστημα οι διαπραγματεύσεις που διοργανώνονταν υπό την αιγίδα του ΟΗΕ οδηγούνταν η μία μετά την άλλη σε αποτυχία, με πιο πρόσφατη την πολυαναμενόμενη και καλά προετοιμασμένη Σύνοδο Κορυφής του 2017 στο Κραν Μοντανά της Ελβετίας, η οποία, όπως και οι προηγούμενες, απέτυχε να καταλήξει σε συμφωνία.

Μετά τη σύνοδο κορυφής η διάθεση για συνομιλίες μειώθηκε εν μέσω των αυξανόμενων εντάσεων. Η Άγκυρα, αφού ανέτρεψε 40 χρόνια υποστήριξης για τη συνένωση των μερών σε μια διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία, κάλεσε τα άλλα κράτη να αναγνωρίσουν την ανεξαρτησία της αυτοανακηρυχθείσας «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου» («ΤΔΒΚ»). Οι Τουρκοκύπριοι επιμένουν ότι το σχήμα για τις όποιες συνομιλίες θα πρέπει να αναγνωρίζει τις αξιώσεις τους για κυριαρχία ως ισοδύναμες με εκείνες των Ελληνοκυπρίων, ενώ η ΚΔ αντιτίθεται σθεναρά σε οτιδήποτε θα μπορούσε να προσδώσει νομιμότητα στην τουρκοκυπριακή διοίκηση. Στο μεταξύ, η τελευταία θεωρεί ότι η ΚΔ είναι ικανοποιημένη με το υφιστάμενο status quo και απρόθυμη να εισέλθει σε διαπραγματεύσεις, στις οποίες ίσως θα χρειαστεί να κάνει σημαντικές παραχωρήσεις. 

Υπάρχουν όμως και άλλες ανησυχητικές τάσεις και εξελίξεις. Η Βόρεια Κύπρος εξαρτάται όλο και περισσότερο από την υποστήριξη και την καθοδήγηση της Άγκυρας. Οι Ελληνοκύπριοι ανησυχούν από την αυξανόμενη επιρροή της Τουρκίας στο βορρά της νήσου, ενώ είναι πολλοί και οι Τουρκοκύπριοι που ανησυχούν ότι η δράση τους ως κοινότητα υπονομεύεται από το αυξανόμενο αποτύπωμα της Άγκυρας. Σε μια προσπάθεια να ταρακουνήσει αυτό που θεωρεί ως «ελληνοκυπριακό εφησυχασμό», η τουρκοκυπριακή διοίκηση, υποστηριζόμενη από την Άγκυρα, αποφάσισε το 2020 να αρχίσει να ανοίγει στο κοινό τα Βαρώσια/Μαράς, μια παραθαλάσσια περιοχή που κατέχουν οι Τουρκοκύπριοι από το 1974 και είναι επί μακρόν περιφραγμένη για να χρησιμοποιηθεί ως διαπραγματευτικό χαρτί σε μελλοντικές διαπραγματεύσεις. Μέχρι σήμερα και παρά την επεκτατική ρητορική, η πραγματική ανάπτυξη ήταν περιορισμένη, όμως ακόμη και αυτές οι κινήσεις κινδυνεύουν να υπονομεύσουν τις εναπομείνασες προοπτικές προσέγγισης.

Παρότι η συνεργασία μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων συνεχίζεται σε ορισμένα θέματα – μεταξύ άλλων και στα πλαίσια δώδεκα κοινών τεχνικών επιτροπών που δημιουργήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια για να διευκολύνουν την αναγκαία συνεργασία – εντούτοις αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις. Η πρόοδος παρεμποδίζεται από την ελληνοκυπριακή αποστροφή σε οτιδήποτε θα υποδήλωνε την αναγνώριση του τουρκοκυπριακού ελέγχου στο βορρά. Το έργο των επιτροπών μπορεί να καθυστερήσει για μήνες, αν όχι χρόνια, λόγω της διαμάχης σχετικά με την ορολογία, στην οποία αντιδρούν είτε οι Ελληνοκύπριοι είτε οι Τουρκοκύπριοι. Οι μεγάλης κλίμακας περιβαλλοντικές προσπάθειες που χρηματοδοτούνται από την ΕΕ προσκρούουν σε εμπόδια επειδή, στην πράξη, συχνά περιορίζονται στα ελεγχόμενα από την ΚΔ μέρη του νησιού, παρόλο που τα προβλήματα που επιδιώκουν να αντιμετωπίσουν αφορούν όλη τη νήσο. 

Εκτός από τις πολλές άλλες επιπτώσεις της, η διαίρεση του νησιού περιπλέκει την εκμετάλλευση των υποθαλάσσιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων της Μεσογείου, γεγονός που με τη σειρά του επιδεινώνει τις περιφερειακές και τις εσωτερικές εντάσεις. Η Τουρκία αμφισβητεί το δικαίωμα της ΚΔ να λαμβάνει αποφάσεις σχετικά με αυτούς τους πόρους χωρίς τη συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων, επιμένοντας ότι οι τελευταίοι πρέπει να αντιμετωπίζονται ως συνιδιοκτήτες των πόρων του νησιού σύμφωνα με το σύνταγμα του 1960. Η ΚΔ συμφωνεί να μοιραστεί τα έσοδα, αλλά διαφωνεί στο να δώσει στους Τουρκοκύπριους λόγο στη διαχείριση των φυσικών πόρων. Εφόσον η Άγκυρα δεν αναγνωρίζει την ΚΔ, δεν πρόκειται να αρχίσει συνομιλίες για την οριοθέτηση του βυθού μεταξύ Τουρκίας και Κύπρου, ταυτόχρονα δε απειλεί να εμποδίσει τους Ελληνοκύπριους να επωφεληθούν από την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου αν δεν καταλήξουν σε συμφωνία με τους Τουρκοκύπριους.

Οι εντάσεις στην Κύπρο οδηγούν και ταυτόχρονα επηρεάζονται από το ήδη επισφαλές γεωπολιτικό περιβάλλον της ανατολικής Μεσογείου. Η ΚΔ και η Ελλάδα καταβάλλουν προσπάθειες για την αξιοποίηση των υδρογονανθράκων και για τη σύναψη αμυντικών συνεργασιών με δυνάμεις εκτός της περιοχής, όπως η Γαλλία και οι ΗΠΑ. Όμως και η Άγκυρα από την πλευρά της προχωρεί σε παρόμοιες κινήσεις. Στο μεταξύ η Ρωσία, ο επί μακρόν εταίρος της ΚΔ, φαίνεται να προσανατολίζεται προς την προοπτική μιας μεγαλύτερης προσέγγισης με τον βορρά, αν και μέχρι σήμερα οι κινήσεις της είναι περιορισμένες. 

Για το δικό της καλό και προς όφελος της περιφερειακής σταθερότητας, η Κύπρος πρέπει να βγει από το αδιέξοδο, στο οποίο ευρίσκεται. Αποδεχόμενη αυτό το γεγονός και πιθανώς ως απάντηση στις κινήσεις του Βορρά στα Βαρώσια/Μαράς, τον Μάιο του 2022 η ελληνοκυπριακή ηγεσία πρότεινε επίσημα μια δέσμη μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης, στα οποία περιλαμβάνονται και βήματα για τη σύνδεση των Τουρκοκυπρίων με άλλες χώρες. Η τουρκοκυπριακή διοίκηση απέρριψε την πρόταση, χαρακτηρίζοντάς την ως μια προσπάθεια «διασποράς της δύναμης της ελληνοκυπριακής πλευράς σε όλο το νησί». Όμως πολλές από τις πτυχές αυτής της πρότασης αξίζει να επανεξεταστούν και θα μπορούσαν να είναι εφικτές, ιδιαίτερα εάν σε αυτό το «μπρος-πίσω» οι Τουρκοκύπριοι καταστήσουν σαφή την ισχύουσα πρόθεσή τους να επιστρέψουν τα Βαρώσια/Μαράς ως μέρος μιας μελλοντικής συμφωνίας. Ακόμα και αν η επανένωση φαίνεται μακριά, μια προσέγγιση που δίνει έμφαση στην ισχυρότερη δικοινοτική συνεργασία, καθώς και στο άνοιγμα λιμανιών και αεροδρομίων για την αύξηση του εμπορίου στις δύο πλευρές του νησιού, θα μπορούσε να μετριάσει την ενυπάρχουσα ζημιά από τη σκληρή διαίρεση.

Αθήνα/Άγκυρα/Λευκωσία (βόρεια και νότια)/Βρυξέλλες, 17 Απριλίου 2023

Subscribe to Crisis Group’s Email Updates

Receive the best source of conflict analysis right in your inbox.